μεθυσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεθυσμένος | η | μεθυσμένη | το | μεθυσμένο |
| γενική | του | μεθυσμένου | της | μεθυσμένης | του | μεθυσμένου |
| αιτιατική | τον | μεθυσμένο | τη | μεθυσμένη | το | μεθυσμένο |
| κλητική | μεθυσμένε | μεθυσμένη | μεθυσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεθυσμένοι | οι | μεθυσμένες | τα | μεθυσμένα |
| γενική | των | μεθυσμένων | των | μεθυσμένων | των | μεθυσμένων |
| αιτιατική | τους | μεθυσμένους | τις | μεθυσμένες | τα | μεθυσμένα |
| κλητική | μεθυσμένοι | μεθυσμένες | μεθυσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεθυσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μεθάω, μεθώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.θiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐θυ‐σμέ‐νος
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.