άπιωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπιωτος η άπιωτη το άπιωτο
      γενική του άπιωτου της άπιωτης του άπιωτου
    αιτιατική τον άπιωτο την άπιωτη το άπιωτο
     κλητική άπιωτε άπιωτη άπιωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπιωτοι οι άπιωτες τα άπιωτα
      γενική των άπιωτων των άπιωτων των άπιωτων
    αιτιατική τους άπιωτους τις άπιωτες τα άπιωτα
     κλητική άπιωτοι άπιωτες άπιωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άπιωτος < α- (στερητικό) + πιωμένος + -τος

Επίθετο

άπιωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει πιει
  2. αυτός που δεν καταναλώθηκε με πόση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.