αμέθυστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμέθυστος η αμέθυστη το αμέθυστο
      γενική του αμέθυστου της αμέθυστης του αμέθυστου
    αιτιατική τον αμέθυστο την αμέθυστη το αμέθυστο
     κλητική αμέθυστε αμέθυστη αμέθυστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμέθυστοι οι αμέθυστες τα αμέθυστα
      γενική των αμέθυστων των αμέθυστων των αμέθυστων
    αιτιατική τους αμέθυστους τις αμέθυστες τα αμέθυστα
     κλητική αμέθυστοι αμέθυστες αμέθυστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

  1. αμέθυστος (επίθετο) < (ελληνιστική κοινή) ἀμέθυστος < ἀ- + μεθύω
  2. αμέθυστος (ουσιαστικό) < (ελληνιστική κοινή) ἀμέθυστος (λίθος)

Επίθετο

αμέθυστος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Αμέθυστος (ημιπολύτιμος λίθος)

Ουσιαστικό

αμέθυστος αρσενικό

αμέθυστος (χρώμα):   

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.