υδατοστεγής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υδατοστεγής | η | υδατοστεγής | το | υδατοστεγές |
| γενική | του | υδατοστεγούς* | της | υδατοστεγούς | του | υδατοστεγούς |
| αιτιατική | τον | υδατοστεγή | την | υδατοστεγή | το | υδατοστεγές |
| κλητική | υδατοστεγή(ς) | υδατοστεγής | υδατοστεγές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υδατοστεγείς | οι | υδατοστεγείς | τα | υδατοστεγή |
| γενική | των | υδατοστεγών | των | υδατοστεγών | των | υδατοστεγών |
| αιτιατική | τους | υδατοστεγείς | τις | υδατοστεγείς | τα | υδατοστεγή |
| κλητική | υδατοστεγείς | υδατοστεγείς | υδατοστεγή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υδατοστεγής < υδατο- + -στεγής (στέγω) (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική waterproof)[1] Δείτε και την αρχαία ελληνική ὑδασιστεγής
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ða.to.steˈʝis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐δα‐το‐στε‐γής
Επίθετο
υδατοστεγής, -ής, -ές
- αδιαπέραστος από το νερό
- ※ Κτιστή ορθογώνια ιχθυοδεξαμενή, ρωμαϊκών χρόνων, εξωτερικών διαστάσεων 6,60 Χ 5,50 μ. και σωζόμενου ύψους 2,18 μ. Οι υδατοστεγείς τοίχοι της, πάχους 0,65 μ., είναι κατασκευασμένοι κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα δόμησης με ορθογώνιους λιθόπλινθους ηφαιστειακού πετρώματος.
Συγγενικά
- υδατοστεγώς
- → δείτε τις λέξεις ύδωρ και στέγη
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
υδατοστεγής
|
Αναφορές
- υδατοστεγής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.