ποντίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ποντίκι | τα | ποντίκια |
| γενική | του | ποντικιού | των | ποντικιών |
| αιτιατική | το | ποντίκι | τα | ποντίκια |
| κλητική | ποντίκι | ποντίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποντίκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποντίκιον < υποκοριστικό του ποντικός < ποντικός μῦς (ποντίκι από τον Πόντο, τη Μαύρη Θάλασσα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ponˈdi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ντί‐κι
- τονικό παρώνυμο: ποντικί
Ουσιαστικό

ένα ποντίκι που δαγκώνει

ένα ποντίκι που δε δαγκώνει
ποντίκι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) μικρό τρωκτικό ζώο που ζει στις πόλεις, στους αγρούς και στα σπίτια
- (ανατομία)
- μυς του σώματος που μεταβάλλει αρκετά το σχήμα της εξωτερικής επιφάνειας όταν χρησιμοποιείται
- (ειδικότερα) ο δικέφαλος βραχιόνιος μυς όταν σφίγγεται
- για κάνε να δω αν έχεις καθόλου ποντίκι
- (πληροφορική) μικρή συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης [1][2]
- Μαζί με το πληκτρολόγιο, αγόρασε και ένα καινούριο εργονομικό ποντίκι.
- τμήμα από το κάτω μέρος του ποδιού μοσχαριού
- Είπε στο χασάπη να του κόψει κι ένα κιλό ποντίκι.
- (μεταφορικά) ο νέος στρατιώτης
Εκφράσεις
- τρώγονται σαν τη γάτα με το ποντίκι : τσακώνονται διαρκώς
Συνώνυμα
Σύνθετα
|
-
το ζώο στη Βικιπαίδεια

-
η συσκευή στη Βικιπαίδεια

- μυς
Μεταφράσεις
είδος τρωκτικού
|
Αναφορές
- Ποντίκι (υπολογιστή). Προσπέλαση 2020-05-13.
- Ποντίκι - mouse (υπολογιστή). Προσπέλαση 2020-05-13.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.