μυς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυς οι μυς
& μύες
      γενική του μυός των μυών
    αιτιατική τον μυ τους μυς
& μύες
     κλητική μυ μυς
& μύες
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μῦς

Ουσιαστικό

μυς αρσενικό

  1. (λόγιο) το ποντίκι
  2. μυώνας

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • βραχιόνιος μυς
  • γλουτιαίοι μύες
  • γραμμωτός μυς
  • γαστροκνήμιος μυς
  • δελτοειδής μυς
  • δικέφαλος μυς
  • κοιλιακός μυς
  • κροταφίτης μυς
  • κτενίτης μυς
  • λαγονοψοΐτης μυς
  • μείζων θωρακικός μυς
  • μηριαίος μυς
  • μετωπιαίος μυς
  • προσαγωγοί μύες
  • ραπτικός μυς
  • σκελετικός μυς
  • στερνοκλειδομαστοειδής μυς
  • τετρακέφαλος μυς
  • τραπεζοειδής μυς
  • τρικέφαλος μυς

Σύνθετα

  • μυο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μυο- στο Βικιλεξικό

όπως

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.