μυς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μυς | οι | μυς & μύες |
| γενική | του | μυός | των | μυών |
| αιτιατική | τον | μυ | τους | μυς & μύες |
| κλητική | μυ | μυς & μύες | ||
| όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μῦς
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- βραχιόνιος μυς
- γλουτιαίοι μύες
- γραμμωτός μυς
- γαστροκνήμιος μυς
- δελτοειδής μυς
- δικέφαλος μυς
- κοιλιακός μυς
- κροταφίτης μυς
- κτενίτης μυς
- λαγονοψοΐτης μυς
- μείζων θωρακικός μυς
- μηριαίος μυς
- μετωπιαίος μυς
- προσαγωγοί μύες
- ραπτικός μυς
- σκελετικός μυς
- στερνοκλειδομαστοειδής μυς
- τετρακέφαλος μυς
- τραπεζοειδής μυς
- τρικέφαλος μυς
Σύνθετα
- μυο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μυο- στο Βικιλεξικό
όπως
Μεταφράσεις
μυώνας
Πηγές
- μυς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μυς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.