ποντικομαμή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποντικομαμή οι ποντικομαμές
      γενική της ποντικομαμής των ποντικομαμών
    αιτιατική την ποντικομαμή τις ποντικομαμές
     κλητική ποντικομαμή ποντικομαμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποντικομαμή < ποντικ(ός) + -ο- + μαμή

Ουσιαστικό

ποντικομαμή θηλυκό

  1. χαρακτηρισμός πονηρού και δόλιου ανθρώπου, που δημιουργεί σκάνδαλα και προκαλεί επεισόδια.
  2. άνθρωπος μικροκαμωμένος και ζαρωμένος ή που τα χαρακτηριστικά του προσώπου του θυμίζουν ποντίκι. Σύμφωνα με τη λαοσοφία οι κοντοί και ανάσκητοι άνθρωποι (δείτε επίσης: τσιλιβήθρα) πολλές φορές φοβούνται να είναι ευθείς και ειλικρινείς, κάτι που τους ωθεί σε άνανδρες πονηριές και δολοπλοκίες.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.