ποντικομαμή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποντικομαμή | οι | ποντικομαμές |
| γενική | της | ποντικομαμής | των | ποντικομαμών |
| αιτιατική | την | ποντικομαμή | τις | ποντικομαμές |
| κλητική | ποντικομαμή | ποντικομαμές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποντικομαμή < ποντικ(ός) + -ο- + μαμή
Ουσιαστικό
ποντικομαμή θηλυκό
- χαρακτηρισμός πονηρού και δόλιου ανθρώπου, που δημιουργεί σκάνδαλα και προκαλεί επεισόδια.
- άνθρωπος μικροκαμωμένος και ζαρωμένος ή που τα χαρακτηριστικά του προσώπου του θυμίζουν ποντίκι. Σύμφωνα με τη λαοσοφία οι κοντοί και ανάσκητοι άνθρωποι (δείτε επίσης: τσιλιβήθρα) πολλές φορές φοβούνται να είναι ευθείς και ειλικρινείς, κάτι που τους ωθεί σε άνανδρες πονηριές και δολοπλοκίες.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.