Πόντος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Πόντος
      γενική του Πόντου
    αιτιατική τον Πόντο
     κλητική Πόντε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πόντος < πόντος

Κύριο όνομα

Πόντος αρσενικό

Συγγενικά



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Πόντος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Πόντος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.