ποντικοκούραδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ποντικοκούραδο | τα | ποντικοκούραδα |
| γενική | του | ποντικοκούραδου | των | ποντικοκούραδων |
| αιτιατική | το | ποντικοκούραδο | τα | ποντικοκούραδα |
| κλητική | ποντικοκούραδο | ποντικοκούραδα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ποντικοκούραδο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.