mi

Αλβανικά (sq)

Ουσιαστικό

mi (sq)



Αρχαία αιγυπτιακά (egy)

Πρόθεση

mi


Ιερογλυφικά

mii



Βενετικά (vec)

Αντωνυμία

mi (vec)



Γαλλικά (fr)

ενικός πληθυντικός
mi mi

Ουσιαστικό

mi (fr) αρσενικό άκλιτο

  1. (μουσική) το μι, ο φθόγγος
  2. (μουσική) το μι, το φθογγόσημο

Ομώνυμα / Ομόηχα



Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

mi < αγγλική me, γαλλική moi

Προφορά

ΔΦΑ : /mi/
 

Αντωνυμία

mi (eo)

Συγγενικά



Ισπανικά (es)

Αντωνυμία

mi (es)

κτητικές αντωνυμίες στα ισπανικά
κατεχόμενο
πριν μετά ή μόνο του
ενικός πληθυντικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό αρσενικό θηλυκό
κάτοχος ενικός 1ο πρόσωπο mi mis mío mía míos mías
2ο πρόσωπο tu tus tuyo tuya tuyos tuyas
3ο πρόσωπο su* sus* suyo* suya* suyos* suyas*
πληθυντικός1ο πρόσωπο nuestro nuestra nuestros nuestras nuestro nuestra nuestros nuestras
2ο πρόσωπο vuestro vuestra vuestros vuestras vuestro vuestra vuestros vuestras
3ο πρόσωπο su* sus* suyo* suya* suyos* suyas*

* Χρησιμοποιείται επίσης στον ενικό και στον πληθυντικό ευγενείας.



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

mi (it)

  1. το γράμμα μι του ελληνικού αλφαβήτου
  2. (μουσική) η νότα μι



Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

mi (pl) ουδέτερο

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: μι
     συνώνυμα: my
  2. (μουσική) η νότα μι

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

mi (pl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.