πόντικας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πόντικας | οι | πόντικες |
| γενική | του | πόντικα | — | |
| αιτιατική | τον | πόντικα | τους | πόντικες |
| κλητική | πόντικα | πόντικες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpon.di.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πό‐ντι‐κας
Σύνθετα
- αγροπόντικας
- βρωμοπόντικας
- λαδοπόντικας
- μετροπόντικας
- παλιοπόντικας
- τυφλοπόντικας
Μεταφράσεις
πόντικας
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.