ποντικοφωλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποντικοφωλιά | οι | ποντικοφωλιές |
| γενική | της | ποντικοφωλιάς | των | ποντικοφωλιών |
| αιτιατική | την | ποντικοφωλιά | τις | ποντικοφωλιές |
| κλητική | ποντικοφωλιά | ποντικοφωλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ποντικοφωλιά θηλυκό
- (κυριολεκτικά) η φωλιά ποντικού
- (μεταφορικά, μειωτικό) μικρός σε μέγεθος χώρος (δωμάτιο, διαμέρισμα κ.λπ.)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ποντικοφωλιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.