ποντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ποντικός | οι | ποντικοί |
| γενική | του | ποντικού | των | ποντικών |
| αιτιατική | τον | ποντικό | τους | ποντικούς |
| κλητική | ποντικέ | ποντικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένας ποντικός.
Ετυμολογία
- ποντικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ποντικός < αρχαία ελληνική Ποντικός μῦς (είδος νυφίτσας από τον Πόντο, τη Μαύρη Θάλασσα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pon.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐ντι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : πον‐τι‐κός
Ουσιαστικό
ποντικός αρσενικό (θηλυκό ποντικίνα)
- (θηλαστικό ζώο) μικρό τρωκτικό ζώο, το ποντίκι
- (μεταφορικά) ο διαρρήκτης
- ↪ συνελήφθη ο ποντικός των Εξαρχείων
Εκφράσεις
- σαν τον ποντικό στη φάκα
- ο ποντικός στην τρύπα του άρχοντας μέγας είναι
Συνώνυμα
Σύνθετα
- λήγουν σε -πόντικας - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ποντικός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ποντικός (από τον Πόντο, τη Μαύρη Θάλασσα) και Ποντικός μῦς (είδος νυφίτσας)
Κλιτικοί τύποι
- ποντικά (ουδέτερο, πληθυντικός)
και δείτε στο Ουσιαστικό
Ουσιαστικό
ποντικός αρσενικό
Κλιτικοί τύποι
Συγγενικά
- πόντικας (μεγεθυντικό)
- ποντικομούστακος
Πηγές
- πόντικας, ποντίκι σελ.204, ποντικός σελ.205, Τόμος 17 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
- → δείτε τη λέξη Ποντικός (από τον Πόντο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.