ποντικίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποντικίνα οι ποντικίνες
      γενική της ποντικίνας των ποντικίνων
    αιτιατική την ποντικίνα τις ποντικίνες
     κλητική ποντικίνα ποντικίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποντικίνα < ποντικός + κατάληξη θηλυκού -ίνα

Ουσιαστικό

ποντικίνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.