μετροπόντικας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μετροπόντικας | οι | μετροπόντικες |
| γενική | του | μετροπόντικα | των | μετροπόντικων |
| αιτιατική | τον | μετροπόντικα | τους | μετροπόντικες |
| κλητική | μετροπόντικα | μετροπόντικες | ||
| Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετροπόντικας < μετρό + πόντικας / δημιουργήθηκε από τους υπεύθυνους της εταιρείας Αττικό Μετρό με παράφραση της λέξης τυφλοπόντικας στα τέλη του 20ου αιώνα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
μετροπόντικας αρσενικό
- (νεολογισμός) μηχάνημα διάνοιξης σηράγγων υπόγειου σιδηροδρόμου
Μεταφράσεις
μετροπόντικας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.