ποντικοκτόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | ποντικοκτόνος | το | ποντικοκτόνο | ||
| γενική | του/της | ποντικοκτόνου | του | ποντικοκτόνου | ||
| αιτιατική | τον/την | ποντικοκτόνο | το | ποντικοκτόνο | ||
| κλητική | ποντικοκτόνε | ποντικοκτόνο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | ποντικοκτόνοι | τα | ποντικοκτόνα | ||
| γενική | των | ποντικοκτόνων | των | ποντικοκτόνων | ||
| αιτιατική | τους/τις | ποντικοκτόνους | τα | ποντικοκτόνα | ||
| κλητική | ποντικοκτόνοι | ποντικοκτόνα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ποντικοκτόνος < ποντικ(ός) + -ο- + -κτόνος
Επίθετο
ποντικοκτόνος, -ος, -ο
- προϊόν που σκοτώνει τα ποντίκια
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ποντικοκτόνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.