ποντικοφάρμακο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποντικοφάρμακο τα ποντικοφάρμακα
      γενική του ποντικοφάρμακου των ποντικοφάρμακων
    αιτιατική το ποντικοφάρμακο τα ποντικοφάρμακα
     κλητική ποντικοφάρμακο ποντικοφάρμακα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποντικοφάρμακο < μεσαιωνική ελληνική ποντικοφάρμακον[1] [2] [3] < ποντικός + φάρμακον

Ουσιαστικό

ποντικοφάρμακο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

  1. ποντικοφάρμακον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. ποντικοφάρμακο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. ποντικοφάρμακο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.