μνήμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μνήμη οι μνήμες
      γενική της μνήμης των μνημών
    αιτιατική τη μνήμη τις μνήμες
     κλητική μνήμη μνήμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μνήμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μνήμη [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmni.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μνήμη

Ουσιαστικό

μνήμη θηλυκό

  1. η ικανότητα του εγκεφάλου να θυμάται, να συγκρατεί πληροφορίες και να τις ανακαλεί όποτε είναι αναγκαίο
    Αυτός ο άνθρωπος έχει μνήμη ελέφαντα, θυμάται απίστευτες λεπτομέρειες.
     συνώνυμα: μνημονικό
  2. (μεταφορικά) οποιοδήποτε μέσο βοηθά τον άνθρωπο να συσσωρεύει γνώση
    τα βιβλία είναι η μνήμη της ανθρωπότητας
  3. (στον πληθυντικό) οι αναμνήσεις
    Μου έρχονται στο μυαλό μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια.
  4. η ανάμνηση και η απόδοση τιμής σε έναν νεκρό
    η εκκλησία τιμά τη μνήμη του αγίου ...
  5. (πληροφορική) συνήθως η κεντρική μνήμη, αλλά μπορεί να αναφέρεται και σε οποιαδήποτε άλλη, από τον μικρό καταχωρητή (register) έως την μεγάλη περιφερειακή συσκευή αποθήκευσης
      Ο όρος μνήμη (memory) είναι γενικός και αναφέρεται σε κάθε τμήμα του υπολογιστή, που μπορεί να αποθηκεύσει προσωρινά ή μόνιμα κάποιες πληροφορίες. [2]
    1. μικρότερη δυνατή ποσότητα μνήμης, βλ. δυφίο ή δυαδικό ψηφίο
    2. (υλικό υπολογιστή) ολοκληρωμένο κύκλωμα που κρατά τα δεδομένα που επεξεργάζεται η κεντρική μονάδα επεξεργασίας
      ο υπολογιστής μου έχει 2GB μνήμη RAM
    3. (υλικό υπολογιστή) τα διάφορα αποθηκευτικά μέσα του υπολογιστή (μη πτητική μνήμη)
      αγόρασα μια μνήμη flash των 4GB
    Δείτε επίσης: μακροπρόθεσμη μνήμη, προσωρινή μνήμη και την ειδική περίπτωση της κρυφής μνήμης

Αντώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
μνημ- μνησ- 

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μνήμη αἱ μνῆμαι
      γενική τῆς μνήμης τῶν μνημῶν
      δοτική τῇ μνήμ ταῖς μνήμαις
    αιτιατική τὴν μνήμην τὰς μνήμᾱς
     κλητική ! μνήμη μνῆμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μνήμ
γεν-δοτ τοῖν  μνήμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

  • θέμα μνημων-  δείτε τη λέξη μνήμων
  • θέμα μνημoν-  δείτε τη λέξη μνήμων

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.