μνημειώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μνημειώδης | η | μνημειώδης | το | μνημειώδες |
| γενική | του | μνημειώδους | της | μνημειώδους | του | μνημειώδους |
| αιτιατική | τον | μνημειώδη | τη | μνημειώδη | το | μνημειώδες |
| κλητική | μνημειώδη(ς) | μνημειώδης | μνημειώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μνημειώδεις | οι | μνημειώδεις | τα | μνημειώδη |
| γενική | των | μνημειωδών | των | μνημειωδών | των | μνημειωδών |
| αιτιατική | τους | μνημειώδεις | τις | μνημειώδεις | τα | μνημειώδη |
| κλητική | μνημειώδεις | μνημειώδεις | μνημειώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μνημειώδης < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική monumental
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1889
Επίθετο
μνημειώδης, -ης, -ες
- που έχει τις επιβλητικές διαστάσεις ενός μνημείου
- που ξεχωρίζει, που προκαλεί εντύπωση
- που θεωρείται εξαιρετικός στο είδος του, που ξεπερνά το μέσο όρο
- που αξίζει να μνημονευτεί, που έχει μεγάλη ιστορική αξία
- μνημειακός· που μνημονεύει κάτι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μνημειώδης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.