RAM
Αγγλικά
(en)
Ετυμολογία
RAM
<
R
andom
A
ccess
M
emory
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ɹæm
/
Συντομομορφή
RAM
(en)
ακρωνύμιο
(
υλικό υπολογιστή
)
random access memory
(
μνήμη τυχαίας προσπέλασης
)
Υπώνυμα
DDR
DRAM
ROM
RAM
στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
RAM
<
(
άμεσο δάνειο
)
αγγλική
RAM
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ʁam
/
Συντομομορφή
RAM
(fr)
θηλυκό
ακρωνύμιο
(
πληροφορική
)
μνήμη τυχαίας προσπέλασης
Ομώνυμα / Ομόηχα
rame
,
rames
→
δείτε
τη
λέξη
rame
rame
,
rames
,
rament
→
δείτε
τη
λέξη
ramer
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.