υπομνηματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υπομνηματίζω < ελληνιστική κοινή ὑπομνηματίζομαι[1] [2] [3] < αρχαία ελληνική ὑπόμνημα < ὑπό + μνήμη ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική commenter[1])
Ρήμα
υπομνηματίζω (παθητική φωνή: υπομνηματίζομαι)
- (φιλολογία) συντάσσω υπόμνημα με το οποίο σχολιάζω κριτικά, ερμηνευτικά ή αποσαφηνιστικά κάποιο κείμενο και με το οποίο υπόμνημα συνοδεύω το κείμενο
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπομνηματίζω | υπομνημάτιζα | θα υπομνηματίζω | να υπομνηματίζω | υπομνηματίζοντας | |
| β' ενικ. | υπομνηματίζεις | υπομνημάτιζες | θα υπομνηματίζεις | να υπομνηματίζεις | υπομνημάτιζε | |
| γ' ενικ. | υπομνηματίζει | υπομνημάτιζε | θα υπομνηματίζει | να υπομνηματίζει | ||
| α' πληθ. | υπομνηματίζουμε | υπομνηματίζαμε | θα υπομνηματίζουμε | να υπομνηματίζουμε | ||
| β' πληθ. | υπομνηματίζετε | υπομνηματίζατε | θα υπομνηματίζετε | να υπομνηματίζετε | υπομνηματίζετε | |
| γ' πληθ. | υπομνηματίζουν(ε) | υπομνημάτιζαν υπομνηματίζαν(ε) |
θα υπομνηματίζουν(ε) | να υπομνηματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπομνημάτισα | θα υπομνηματίσω | να υπομνηματίσω | υπομνηματίσει | ||
| β' ενικ. | υπομνημάτισες | θα υπομνηματίσεις | να υπομνηματίσεις | υπομνημάτισε | ||
| γ' ενικ. | υπομνημάτισε | θα υπομνηματίσει | να υπομνηματίσει | |||
| α' πληθ. | υπομνηματίσαμε | θα υπομνηματίσουμε | να υπομνηματίσουμε | |||
| β' πληθ. | υπομνηματίσατε | θα υπομνηματίσετε | να υπομνηματίσετε | υπομνηματίστε | ||
| γ' πληθ. | υπομνημάτισαν υπομνηματίσαν(ε) |
θα υπομνηματίσουν(ε) | να υπομνηματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπομνηματίσει | είχα υπομνηματίσει | θα έχω υπομνηματίσει | να έχω υπομνηματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπομνηματίσει | είχες υπομνηματίσει | θα έχεις υπομνηματίσει | να έχεις υπομνηματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπομνηματίσει | είχε υπομνηματίσει | θα έχει υπομνηματίσει | να έχει υπομνηματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπομνηματίσει | είχαμε υπομνηματίσει | θα έχουμε υπομνηματίσει | να έχουμε υπομνηματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπομνηματίσει | είχατε υπομνηματίσει | θα έχετε υπομνηματίσει | να έχετε υπομνηματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπομνηματίσει | είχαν υπομνηματίσει | θα έχουν υπομνηματίσει | να έχουν υπομνηματίσει |
| |
Μεταφράσεις
- υπομνηματίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υπομνηματίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ὑπομνηματίζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.