αμέριμνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμέριμνος | η | αμέριμνη | το | αμέριμνο |
| γενική | του | αμέριμνου | της | αμέριμνης | του | αμέριμνου |
| αιτιατική | τον | αμέριμνο | την | αμέριμνη | το | αμέριμνο |
| κλητική | αμέριμνε | αμέριμνη | αμέριμνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμέριμνοι | οι | αμέριμνες | τα | αμέριμνα |
| γενική | των | αμέριμνων | των | αμέριμνων | των | αμέριμνων |
| αιτιατική | τους | αμέριμνους | τις | αμέριμνες | τα | αμέριμνα |
| κλητική | αμέριμνοι | αμέριμνες | αμέριμνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αμέριμνος, -η, -ο
- που είναι ξέγνοιαστος και χαλαρός ή πάντως ασχολείται με κάποια ζητήματα άσχετα από ένα κεντρικό πρόβλημα που τον/την απειλεί χωρίς να το ξέρει ακόμα. Η λέξη ξέγνοιαστος δεν υποδηλώνει ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα που αγνοεί το άτομο ή το υποκείμενο.
- ↪ Δούλευε αμέριμνος στο γραφείο του, όταν του τηλεφώνησαν ότι συνελήφθη ο γιός του
- ↪ Περπατούσε αμέριμνη στο δρόμο, όταν την χτύπησε κεραυνός εν αιθρία
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.