μνημόνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μνημόνιο τα μνημόνια
      γενική του μνημονίου
& μνημόνιου
των μνημονίων
    αιτιατική το μνημόνιο τα μνημόνια
     κλητική μνημόνιο μνημόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μνημόνιο < ελληνιστική κοινή μνημόνιον < αρχαία ελληνική μνήμων ((μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική memorandum)

Προφορά

ΔΦΑ : /mniˈmo.ni.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μνημόνιο

Ουσιαστικό

μνημόνιο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.