δυσμνησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δυσμνησία | οι | δυσμνησίες |
| γενική | της | δυσμνησίας | των | δυσμνησιών |
| αιτιατική | τη | δυσμνησία | τις | δυσμνησίες |
| κλητική | δυσμνησία | δυσμνησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δυσμνησία < (λόγιο δάνειο) γαλλική dysmnésie[1]
Μεταφράσεις
δυσμνησία
|
|
- δυσμνησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.