δυσμνησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσμνησία οι δυσμνησίες
      γενική της δυσμνησίας των δυσμνησιών
    αιτιατική τη δυσμνησία τις δυσμνησίες
     κλητική δυσμνησία δυσμνησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσμνησία < (λόγιο δάνειο) γαλλική dysmnésie[1]

Ουσιαστικό

δυσμνησία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.