ανάμνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάμνηση οι αναμνήσεις
      γενική της ανάμνησης* των αναμνήσεων
    αιτιατική την ανάμνηση τις αναμνήσεις
     κλητική ανάμνηση αναμνήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναμνήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάμνηση < αρχαία ελληνική ἀνάμνησις

Ουσιαστικό

ανάμνηση θηλυκό

  1. ένα γεγονός από το παρελθόν
    Παιδί μου σαν να χάθηκαν οι αναμνήσεις μου. Κοιτώ παλιές φωτογραφίες και δεν θυμάμαι τίποτα πλέον ...
  2. ένα παρελθοντικό γεγονός που μπορεί κάποιος να ανακαλέσει στη μνήμη του
    Από αυτό το ταξίδι έχω μόνο ευχάριστες αναμνήσεις
  3. αντικείμενο που θυμίζει κάποιο γεγονός, το αναμνηστικό, αλλά συνήθως σε αυτή την περίπτωση συνδοευόμενο από το σαν
    Κράτησα το ποτήρι που είχε κι έπινε στα τελευταία της η μάνα μου σαν ανάμνηση ότι εκτός από πίκρες, της έδωσα κι ένα ποτήρι νερό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.