ανάμνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανάμνηση | οι | αναμνήσεις |
| γενική | της | ανάμνησης* | των | αναμνήσεων |
| αιτιατική | την | ανάμνηση | τις | αναμνήσεις |
| κλητική | ανάμνηση | αναμνήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναμνήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανάμνηση < αρχαία ελληνική ἀνάμνησις
Ουσιαστικό
ανάμνηση θηλυκό
- ένα γεγονός από το παρελθόν
- Παιδί μου σαν να χάθηκαν οι αναμνήσεις μου. Κοιτώ παλιές φωτογραφίες και δεν θυμάμαι τίποτα πλέον ...
- ένα παρελθοντικό γεγονός που μπορεί κάποιος να ανακαλέσει στη μνήμη του
- Από αυτό το ταξίδι έχω μόνο ευχάριστες αναμνήσεις
- αντικείμενο που θυμίζει κάποιο γεγονός, το αναμνηστικό, αλλά συνήθως σε αυτή την περίπτωση συνδοευόμενο από το σαν
- Κράτησα το ποτήρι που είχε κι έπινε στα τελευταία της η μάνα μου σαν ανάμνηση ότι εκτός από πίκρες, της έδωσα κι ένα ποτήρι νερό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.