υπόμνημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόμνημα τα υπομνήματα
      γενική του υπομνήματος των υπομνημάτων
    αιτιατική το υπόμνημα τα υπομνήματα
     κλητική υπόμνημα υπομνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόμνημα < αρχαία ελληνική ὑπόμνημα < ὑπομιμνήσκω < μιμνήσκω

Ουσιαστικό

υπόμνημα ουδέτερο

  1. γραπτή αναφορά που αποσκοπεί στη γνωστοποίηση γεγονότων ή καταστάσεων σε ένα πρόσωπο μιας οικονομικής μονάδας, μιας εταιρείας ή μιας αρχής κ.λπ.
  2. σύντομο διπλωματικό έγγραφο που αναφέρεται σε επιχειρήματα, διεκδικήσεις ή προτάσεις ενός κράτους ή ενός διεθνούς οργανισμού
      Παράλληλα εις τις 16 Δεκεμβρίου, ο Τούρκος πρεσβευτής εις τη Λευκωσία Οζκόλ, επέδωσε εις τον Μακάριο ρηματική διακοίνωση, με την οποία η Τουρκική Κυβέρνηση απέρριπτε το υπόμνημα και απειλούσε με στρατιωτική επέμβαση, εις περίπτωση οποιασδήποτε μεταβολής του Συντάγματος (Λεωνίδας Γ. Παπαδόπουλος, Το κυπριακό ζήτημα: κείμενα, 1959-1974, 1999, σελ. 14)
  3. ερμηνευτικό σχόλιο σε κείμενο αρχαιοέλληνα, κυρίως, συγγραφέα
  4. σελίδα σε κάποια έκδοση που τιμά τη μνήμη ενός προσώπου, ένα χρόνο μετά το θάνατό του
  5. πίνακας που επεξηγεί σύμβολα, π.χ. σε ένα χάρτη
      Στο υπόμνημα ενός χάρτη που απεικονίζει τη «Μεγάλη Βουλγαρία» («Tselokŭpna Bŭlgariya») και ο οποίος εγκρίθηκε από το Υπουργείο Παιδείας (αρ. πρωτοκόλλου 556623ΙΙ/ 15 Ιανουαρίου 1938) για ανάρτηση στα σχολεία ... αναγράφεται: (Σπυρίδων Πλουμίδης, Έδαφος και μνήμη στα Βαλκάνια: Ο "γεωργικός εθνικισμός" στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία (1927-1946), 2013)

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.