μνημειακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μνημειακός | η | μνημειακή | το | μνημειακό |
| γενική | του | μνημειακού | της | μνημειακής | του | μνημειακού |
| αιτιατική | τον | μνημειακό | τη | μνημειακή | το | μνημειακό |
| κλητική | μνημειακέ | μνημειακή | μνημειακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μνημειακοί | οι | μνημειακές | τα | μνημειακά |
| γενική | των | μνημειακών | των | μνημειακών | των | μνημειακών |
| αιτιατική | τους | μνημειακούς | τις | μνημειακές | τα | μνημειακά |
| κλητική | μνημειακοί | μνημειακές | μνημειακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μνημειακός < μνημείο + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική monumental)
Επίθετο
μνημειακός
- που μνημονεύει κάτι, που αποτελεί τοπόσημο μνήμης κάτι αξιόλογου, που φτιάχτηκε για να θυμίζει ή/και να τιμά κάτι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μνημειακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.