υπομνηματιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπομνηματιστής οι υπομνηματιστές
      γενική του υπομνηματιστή των υπομνηματιστών
    αιτιατική τον υπομνηματιστή τους υπομνηματιστές
     κλητική υπομνηματιστή υπομνηματιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπομνηματιστής < ελληνιστική κοινή ὑπομνημᾰτιστής < ὑπομνηματίζω < αρχαία ελληνική ὑπόμνημα < μνήμη

Ουσιαστικό

υπομνηματιστής αρσενικό (θηλυκό υπομνηματίστρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.