υπερμνησία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερμνησία | οι | υπερμνησίες |
| γενική | της | υπερμνησίας | των | υπερμνησιών |
| αιτιατική | την | υπερμνησία | τις | υπερμνησίες |
| κλητική | υπερμνησία | υπερμνησίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερμνησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypermnesia < αρχαία ελληνική ὑπέρ + μιμνήσκω / μνήμη
Ουσιαστικό
υπερμνησία θηλυκό
- (ψυχολογία) η κατάσταση του υπερμνήμονα, το να θυμάται κάποιος πάρα πολλά, να συγκρατεί στη μνήμη του περισσότερα από κάποιον συνηθισμένο άνθρωπο
Μεταφράσεις
υπερμνησία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.