αμνησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμνησία οι αμνησίες
      γενική της αμνησίας των αμνησιών
    αιτιατική την αμνησία τις αμνησίες
     κλητική αμνησία αμνησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμνησία < (ελληνιστική κοινή) ἀμνησία

Ουσιαστικό

αμνησία θηλυκό

  1. (ιατρική) η απώλεια της μνήμης
    ένας ασθενής με αμνησία πολλές φορές δεν μπορεί να θυμηθεί ούτε καν το όνομά του
  2. (γενικότερα) η απώλεια της συλλογικής ιστορικής μνήμης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.