mémoire

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
mémoire mémoires

mémoire (fr) θηλυκό

  1. η μνήμη, η θύμηση
  2. το απομνημόνευμα
  3. (πληροφορική) mémoire vive - η μνήμη των υπολογιστών
     συνώνυμα: RAM

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
mémoire mémoires

mémoire (fr) αρσενικό

  1. το δοκίμιο
  2. η αίτηση προς κάποιον

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.