γνώση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γνώση | οι | γνώσεις |
| γενική | της | γνώσης* | των | γνώσεων |
| αιτιατική | τη | γνώση | τις | γνώσεις |
| κλητική | γνώση | γνώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, γνώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γνώση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γνῶ(σις) + -ση < γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃-
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣno.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνώ‐ση
Ουσιαστικό
γνώση θηλυκό
- το να γνωρίζει κάποιος κάτι
- Δεν είχα γνώση της κατάστασης.
- οι πληροφορίες που αποκτά κάποιος και οι παραστάσεις που σχηματίζει για τον κόσμο και τα πράγματα μετά από την νοητική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων
- Με τις μελέτες του απέκτησε πλούσιες γνώσεις.
- Ότι γνωρίζω σου ανήκει. Δεν αποκρύπτω γνώση. Δύναμή μου να κρίνω και να γεννώ νέα.
- (φιλοσοφία)
- το σύνολο των προτάσεων με τις οποίες περιγράφεται, κατανοείται κι ερμηνεύεται η πραγματικότητα
- η ουσία και τα αίτια ενός πράγματος ή γεγονότος
- η σύνεση
- γερόντου γνώση
- μνημονική καταγραφή εθίμων ή διαδικασιών
- Η χειρουργική απαιτεί γνώση κι εμπειρία.
- Ο χορευτής έχει γνώση χορού, ο φυσικός των πειραματικών δεδομένων μα ο πιστός μόνο πίστη και γνώση κειμένων.
Εκφράσεις
- έχουν γνώση οι φύλακες: για περιπτώσεις που οι υπεύθυνοι για κάτι έχουν λάβει τις απαραίτητες προφυλάξεις
- κοντά στο νου κι η γνώση: για κάτι που είναι / θεωρείται αυτονόητο
- στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα! για λάθη που αναγνωρίζονται εκ των υστέρων
- εν γνώσει: γνωρίζοντας
Μεταφράσεις
γνώση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.