μνήμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μνήμα | τα | μνήματα |
| γενική | του | μνήματος | των | μνημάτων |
| αιτιατική | το | μνήμα | τα | μνήματα |
| κλητική | μνήμα | μνήματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μνήμα < αρχαία ελληνική μνῆμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmni.ma/
Ουσιαστικό
μνήμα ουδέτερο
- ο τάφος
- ※ Της έκαμα μνήμα με μάρμαρο και γύρω γύρω βάλαμε γλάστρες με λουλούδια, που τ' αγάπαγε. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- (συνεκδοχή, στον πληθυντικό) τα μνήματα: το νεκροταφείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.