προσωρινή μνήμη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσωρινή μνήμη < → δείτε τις λέξεις προσωρινός και μνήμη
Πολυλεκτικός όρος
προσωρινή μνήμη
- (υλικό υπολογιστή) μνήμη (όπως η RAM), η οποία λειτουργεί και διατηρεί ότι αποθηκεύει όσο τροφοδοτείται με ηλεκτρικό ρεύμα και επειδή μπορεί να προσφέρει υψηλές ταχύτητες αποθήκευσης και ανάκτησης χρησιμοποιείται ως κεντρική μνήμη
- ※ Η προσωρινή μνήμη μπορεί να είναι χωριστό και αυτόνομο τσιπ προσωρινής μνήμης το οποίο είναι ενσωματωμένο στην πλακέτα συστήματος [1]
- συνώνυμο: πτητική μνήμη
- (πληροφορική) ενταμιευτής (buffer). Συνώνυμο: ενδιάμεση μνήμη
- Δείτε επίσης: Προσωρινή μνήμη (υπολογιστές) στην Βικιπαίδεια
Υπερώνυμα
Μεταφράσεις
υλικό υπολογιστή
Αναφορές
- Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σελ. 108. Δημοσίευση 2014-04-16. Προσπέλαση 2020-06-27.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.