αριθμομνήμονας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αριθμομνήμονας | οι | αριθμομνήμονες |
| γενική | του | αριθμομνήμονα | των | αριθμομνημόνων |
| αιτιατική | τον | αριθμομνήμονα | τους | αριθμομνήμονες |
| κλητική | αριθμομνήμονα | αριθμομνήμονες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αριθμομνήμονας < (καθαρεύουσα) ἀριθμομνήμων < αριθμο- + μνήμων
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾi.θmoˈmni.mo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ριθ‐μο‐μνή‐μο‐νας
Ουσιαστικό
αριθμομνήμονας αρσενικό ή θηλυκό
- που θυμάται (με ευκολία) αριθμούς, πραγματοποιεί (εύκολα) δύσκολες μαθηματικές πράξεις ή μπορεί εξαιτίας αυτής της ικανότητας να κερδίζει σε χαρτοπαίγνια
- ※ Έκανε αγωγή και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης τον δικαίωσε, δεχόμενο πως πρόκειται για περίπτωση αριθμομνήμονα. Πρόκειται για εκείνο το χάρισμα του να μπορεί κανείς να μετράει τις κάρτες κόντρα σε κάθε στατιστική. (thestival.gr)
Μεταφράσεις
αριθμομνήμονας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.