μνημείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μνημείο | τα | μνημεία |
| γενική | του | μνημείου | των | μνημείων |
| αιτιατική | το | μνημείο | τα | μνημεία |
| κλητική | μνημείο | μνημεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μνημείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μνημεῖον (κάτι σε ανάμνηση, κυρίως νεκρού), (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική monument[1]
Ουσιαστικό
μνημείο ουδέτερο
- το γλυπτό, η στήλη, η αρχιτεκτονική κατασκευή που δημιουργείται προς τιμή ενός προσώπου που έχει πεθάνει ή για να θυμίζει κάποιο σημαντικό γεγονός
- μεμονωμένο οικοδόμημα ή σύνολο οικοδομημάτων που διασώθηκε από παλιότερη ιστορική περίοδο και θεωρείται σημαντικό από άποψη αρχαιολογική, ιστορική ή αισθητική
- (γενικότερα) κάθε δείγμα της ανθρώπινης δραστηριότητας από προηγούμενες εποχές που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον
- αξιόλογο έργο τέχνης ή λόγου, που ξεχωρίζει ανάμεσα στα όμοια ή στα σύγχρονά του κι εντυπωσιάζει
- (μεταφορικά) οι πράξεις που ξεχωρίζουν, είτε θετικά είτε αρνητικά
- η δράση του αποτελεί μνημείο δημοκρατικότητας
- αυτό που έκανες είναι μνημείο βλακείας!
Συγγενικά
- μνημειακός
- μνημειώδης
- και → δείτε τη λέξη μνήμη
Αναφορές
- μνημείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
