storage
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
storage (en)
- η αποθήκευση
- η αποθήκη, ο αποθηκευτικός χώρος
- (υλικό υπολογιστή) μνήμη υπολογιστή, συνήθως για μακρόχρονη αποθήκευση δεδομένων (βλ. δευτερεύουσα μνήμη)
Υπώνυμα
-
storage στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.