αμνήμονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμνήμονας οι αμνήμονες
      γενική του αμνήμονα των αμνημόνων
    αιτιατική τον αμνήμονα τους αμνήμονες
     κλητική αμνήμονα αμνήμονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμνήμονας < αμνήμων

Επίθετο

αμνήμονας ουδέτερο

Ουσιαστικό

αμνήμονας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.