μέλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μέλι | τα | μέλια |
| γενική | του | μελιού & μέλιτος |
των | μελιών |
| αιτιατική | το | μέλι | τα | μέλια |
| κλητική | μέλι | μέλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού, λόγιος, στην έκφραση «ο μήνας του μέλιτος». | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μέλι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈme.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐λι
- ομόηχα: μέλει, μέλλει, μέλη
- τονικό παρώνυμο: μελί
Ουσιαστικό
μέλι ουδέτερο
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
Σύνθετα
Εκφράσεις
- αν κάναν και οι μπαμπούροι μέλι, θα τρώγαν και οι κατσιβέλοι
- αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι
- ακρίδες και μέλι
- βάζω το δάκτυλο στο μέλι
- γλυκό(ς) σαν μέλι
- έμαθε η γριά στο μέλι, σώνει και καλά το θέλει:
- είναι ακόμα στο μέλι/ στα μέλια
- είναι γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ' αλάτι
- είναι/έγιναν όλα μέλι γάλα
- έχω το μέλι στο χέρι
- κιούπι με μέλι
- κολλώ σαν τη μύγα (μες) στο μέλι
- λόγια όλο μέλι
- μέλι γάλα
- μέλι είναι τα λόγια (κάποιου)
- μέσα/μες στα μέλια
- μύγα που δεν μπορείς να πιάσεις με το ξύδι, δοκίμασε με το μέλι
- να σε κάψω Γιάννη, να σ' αλείψω μέλι
- όλες οι μέλισσες δεν κάνουν μέλι
- όλοι κοιτάζουν τον καβγά και η γριά το μέλι
- όλο λάδι/όλο μέλι/μέλι μέλι/λάδι λάδι και από τηγανίτα τίποτα
- όποιος αγαπά το μέλι, δεν φοβάται τα μελίσσια
- όποιος πιάνει το μέλι, γλύφει τα δάχτυλά του
- όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι
- παστέλι με το μέλι
- πότε στα μέλια και πότε στα μαχαίρια
- στάζει μέλι η γλώσσα μου
- στάζει μέλι το στόμα μου
- στάζουν μέλι τα χείλη μου
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι
- τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι
- τα λόγια μου είναι μέλι
- τα πάμε μέλι γάλα
- τα χείλη μου είναι μέλι
- τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι
- τον έπιασα με το δάκτυλο στο μέλι
- φάε μέλι, πιες νερό και σύρε μέλι στο καλό
-
μέλι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μέλι
|
Πηγές
- μέλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μέλι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'μέλι'.
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- μέλι < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mélit / *mélid (μέλι). Πιθανόν να συνδέεται με το μειλίχιος. Συγγενή: μυκηναϊκή 𐀕𐀪 (me-ri), λατινική mel, παλαιά αρμενική մեղր (mełr), χεττιτική ? (milit). Περισσότερα στο *mélit.[1]
Ουσιαστικό
μέλι, -ιτος ουδέτερο
- (τρόφιμο) το μέλι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 31.1
- ἐν τῇ ἄνδρες δημιοργοὶ μέλι ἐκ μυρίκης τε καὶ πυροῦ ποιεῦσι,
- όπου ειδικοί τεχνίτες παράγουν μέλι από αρμυρίκι και σιτάρι
- Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἐν τῇ ἄνδρες δημιοργοὶ μέλι ἐκ μυρίκης τε καὶ πυροῦ ποιεῦσι,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 878 @scaife.perseus
- ἀντὶ σιραίου μέλιτος μικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμείξας·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 31.1
- γλυκό ρετσίνι διάφορων δέντρων και ειδικότερα της μελιάς
- (γαστρονομία) βρασμένο γλυκό ζουμί από φοίνικες
Συγγενικά
- ἀερόμελι
- ἀπόμελι
- ἀρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατος
- ἐλαιόμελι
- εὐκρατόμελι
- εὐμελιτέω
- φακόμελι
- ἡδύμελι
- ἡδυμελίφθογγος
- καταμελιτόω
- κηρόμελι
- κυδωνόμελι
- μελιαδής
- μελίεφθον
- μελιφόρος
- μελίφθογγος
- μελίφρων
- μελίφυρτος
- μελιγαθής
- μελίγαρυς
- μελίγδουπος
- μελιγενέτωρ
- μελίγηρυς
- μελίγληνος
- μελίγλωσσος
- μέλιγμα
- μελιηδής
- μελικήριον
- μελίκηρος
- μελίκομπος
- μελίκρατον
- μελίκρητον
- μελίμηλον
- μελίλωτον
- μελιοῦχος
- μελίπαις
- μελίπηκτον
- μελίπνοος
- μελίπνους
- μελιπτέρωτος
- μελίπτορθος
- μελίθρεπτος
- μελίθροος
- μελιρραθάμιγξ
- μελίρροος
- μελίρροθος
- μελίρρυτος
- μέλις
- μελίσπονδα
- μελιτερπής
- μελίτειον
- μελίτεια
- μελίτινος
- μελίτιον
- μελιτισμός
- μελιτίτης
- μελιτοειδής
- μελιτόεις
- μελιτόφυλλον
- μελιτόν
- μελιτόομαι
- μελιτοποιέω
- μελιτοποιός
- μελιτοπωλέω
- μελιτοπώλης
- μελιτόρρυτος
- μελιτουργέω
- μελιτουργία
- μελιτόω
- μελιτόχροος
- μελιτώδης
- μελίτωμα
- μελίτωσις
- μελίχλωρος
- μελιχρός
- μελίχροος
- μελιχρός
- μελιχρότης
- μελίχρους
- μελίχρυσος
- μελιχρώδης
- μελίχρως
- μελίζωρος
- μηλόμελι
- ὀξυμελίκρατον
- οἰνόμελι
- ὀμφακόμελι
- ὀρρόμελι
- θαλασσόμελι
- ῥοδόμελι
- τηλόμελι
- ὑδρόμελι
- χιονόμελι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- μέλι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μέλι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
