*mélit
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα (ine-pro)
![]() ανασυντεθειμένοι τύποι |
(επ)ανασυντεθειμένος υποθετικός τύπος πρωτογλώσσας όπως προκύπτει από την έως τώρα έρευνα της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας - μπροστά από τον τύπο σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος - |
Ετυμολογία
Απόγονοι
*mélit (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή)
- ελληνικά
- ⇒ μυκηναϊκή διάλεκτος: me-ri
- ⇒ αρχαία ελληνικά: μέλι
- ⇒ νέα ελληνικά: μέλι
- ⇒ πρωτοϊταλική *meli
- ⇒ λατινικά: mel & δημώδη λατινικά *melem
- → δείτε Reconstruction:Latin *melem - Descenants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
- μέλι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- mel σελ.370 - de Vaan, Michiel (2008). Etymological Dictionary of Latin and the Other Italic Languages. [Ετυμολογικό λεξικό των λατινικών και των άλλων ιταλικών γλωσσάν] (στα αγγλικά) Leiden, Boston: Brill.
επίσης δείτε
- Reconstruction:Latin *melem στο αγγλικό Βικιλεξικό
- Reconstruction:Proto-Indo-European *mélit στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
