παλαιά αρμενικά

Ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

παλαιά αρμενικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (ή γκραμπάρ)

  • Κατηγορία:Αρμενική γλώσσα
  • Κατηγορία:Μέση αρμενική γλώσσα
  • Κατηγορία:Παλαιά αρμενική γλώσσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.