μέλλει
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μέλλει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλλει, τρίτο πρόσωπο ενικού του ρήματος μέλλω (σκοπεύω να, πρόκειται να)
- → δείτε και τη λέξη μέλλεται < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μέλλεται
Ρήμα
μέλλει,, παθ.φωνή: μέλλεται μόνο στο ενεστωτικό θέμα (τριτοπρόσωπο ρήμα)
- (απρόσωπο ρήμα) πρόκειται να
- ↪ Έμελλε να γίνει πολύ σπουδαίος. Φαινόταν από παιδί.
- → και δείτε τη λέξη μέλλεται
Εκφράσεις
Συγγενικά
- μέλλον
- μελλο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μελλο- στο Βικιλεξικό
- μέλλοντας
- μελλοντικά
- μελλοντικός
- μελλούμενος
- μελλοντολογία
- μελλοντολόγος
- μέλλων, μέλλουσα, μέλλον (μετοχή)
Μεταφράσεις
|
|
Πηγές
- μέλλει - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
μέλλει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.