μελώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μελώνω < μέλι + -ώνω

Ρήμα

μελώνω

  1. αλείφω με μέλι ή ρίχνω μέλι σε φαγώσιμο
  2. (ειδικότερα) ρίχνω σιρόπι από μέλι, για να απορροφηθεί από το γλυκό
    θα μελώσουμε αύριο τα μελομακάρονα
  1. γίνομαι ημίρρευστος σαν μέλι
  2. έχω εμποτιστεί με σιρόπι από μέλι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.