μέλιττα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
→
λείπει η κλίση
Ετυμολογία
μέλιττα
<
μελιτ-
(<
μέλι
)
Ουσιαστικό
μέλιττα
και
μέλισσα
θηλυκό
(
έντομο
)
η
μέλισσα
...ὅσα μὴ δύναται τῶν ψόφων ἀκούειν οἷον
μέλιττα
κἂν εἴ τι τοιοῦτον ἄλλο γένος ζῴων ἔστι...
(Αριστοτέλης,
Μετά τα φυσικά
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.