μελένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελένιος η μελένια το μελένιο
      γενική του μελένιου της μελένιας του μελένιου
    αιτιατική τον μελένιο τη μελένια το μελένιο
     κλητική μελένιε μελένια μελένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελένιοι οι μελένιες τα μελένια
      γενική των μελένιων των μελένιων των μελένιων
    αιτιατική τους μελένιους τις μελένιες τα μελένια
     κλητική μελένιοι μελένιες μελένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μελένιος < μέλ(ι) + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈle.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μελένιος

Επίθετο

μελένιος, -α, -ο

  1. που είναι φτιαγμένος από ή περιέχει μέλι
  2. που είναι πολύ γλυκός
  3. (μεταφορικά) που είναι ευχάριστος [1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.