μελιού

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μελιού ουδέτερο

  1. γενική ενικού του μέλι
  2. γενική ενικού του μελί (χρώμα)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

μελιού αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του μελής
    εναλλακτικά: (του) μελή
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (μελί) του μελής
    εναλλακτικά: (του) μελί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.