μέλη
Νέα ελληνικά
(el)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈme.li
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
μέ
‐
λει
ομόηχο
:
μέλει
,
μέλλει
,
μέλι
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
μέλη
ουδέτερο
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
μέλος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.