γλυκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλυκός | η | γλυκιά | το | γλυκό |
| γενική | του | γλυκού | της | γλυκιάς | του | γλυκού |
| αιτιατική | τον | γλυκό | τη | γλυκιά | το | γλυκό |
| κλητική | γλυκέ | γλυκιά | γλυκό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλυκοί | οι | γλυκές | τα | γλυκά |
| γενική | των | γλυκών | των | γλυκών | των | γλυκών |
| αιτιατική | τους | γλυκούς | τις | γλυκές | τα | γλυκά |
| κλητική | γλυκοί | γλυκές | γλυκά | |||
| Δείτε και γλυκύς, γλυκιά, γλυκύ. | ||||||
| Κατηγορία όπως «γλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γλυκός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γλυκός < αρχαία ελληνική γλυκύς και γλύκιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣliˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐κός
Επίθετο
γλυκός, -ιά, -ό
- (για τρόφιμο, ποτό) που έχει τη γεύση της ζάχαρης, του μελιού
- ↪ τα τέσσερα αισθήματα γεύσης: το γλυκό, το πικρό, το ξινό, το αλμυρό
- (για νερό, υδάτινη μάζα) που δεν είναι θαλασσινό, αλμυρό
- (μεταφορικά) που προκαλεί ευχαρίστηση, είναι ήπιο
- ↪ απόψε είναι μια γλυκιά η βραδιά
- (για άνθρωπο) χαριτωμένος, ευγενικός, που δεν δημιουργεί εντάσεις
- (προσφώνηση) γλυκέ μου!, γλυκιά μου!
Εκφράσεις
- κάνω τα γλυκά μάτια
- του γλυκού νερού
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
γλυκ-
γλυκ-
- αγλύκαντος
- άγλυκος
- ανάγλυκος
- βαρύγλυκος
- γλύκα
- γλυκάδα
- γλυκάδι
- γλυκαιμία
- γλυκαίνω
- γλυκάκι
- γλυκανάλατος
- γλυκάνισο
- γλύκανση
- γλυκαντικός
- γλυκατζής
- γλυκερίνη
- γλυκερός
- γλυκίδιο
- γλυκίζω
- γλύκισμα
- γλυκό
- γλυκόζη
- γλυκούλης
- γλυκούλικος
- γλυκούτσικος
- γλυκύτητα
- ημίγλυκος
- νιτρογλυκερίνη
- τριγλυκερίδια
- υπεργλυκαιμία
- υπογλυκαιμία
- υπογλυκαιμικός
- υπόγλυκος
- γλυκο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γλυκο- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
γλυκός
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Σύνθετα
- γλυκο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα γλυκο- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- γλυκός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.