μέλει

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μέλει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλει, τρίτο πρόσωπο ενικού του ποιητικού μέλω (ενδιαφέρομαι) ως απρόσωπο

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈme.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέλει
ομόηχο: μέλλει, μέλη, μέλι

Ρήμα

μέλει,, πρτ.: έμελε μόνο στο ενεστωτικό θέμα (τριτοπρόσωπο ρήμα)

Εκφράσεις

  • «Η κυρία δεν με μέλει», τίτλος θεατρικού έργου

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

μέλει

  • (απρόσωπο ρήμα) τρίτο πρόσωπο ενικού του ποιητικού μέλω (ενδιαφέρομαι)

Εκφράσεις

  • οὐδέν μοι μέλει
     συνώνυμα: «οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ» (δεν τον νοιάζει τον Ιπποκλείδη), Ηρόδοτος, Λουκιανός

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.