μέλει
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μέλει < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέλει, τρίτο πρόσωπο ενικού του ποιητικού μέλω (ενδιαφέρομαι) ως απρόσωπο
Ρήμα
μέλει,, πρτ.: έμελε μόνο στο ενεστωτικό θέμα (τριτοπρόσωπο ρήμα)
- (απρόσωπο ρήμα) νοιάζει, ενδιαφέρει
- ↪ τι σε μέλει εσένανε από πού είμ' εγώ (λαΊκό τραγούδι)
Εκφράσεις
- «Η κυρία δεν με μέλει», τίτλος θεατρικού έργου
Μεταφράσεις
μέλει
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.