φέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φέτα | οι | φέτες |
| γενική | της | φέτας | των | φετών |
| αιτιατική | τη | φέτα | τις | φέτες |
| κλητική | φέτα | φέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δυο φέτες (και κάτι) από τυρί φέτα

ψωμί σε φέτες
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfe.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φέ‐τα
Ουσιαστικό
φέτα θηλυκό
- λεπτό κομμάτι σε όλο το πλάτος από κάτι, συνήθως φαγώσιμο
- μια φέτα ψωμί
- (ειδικότερα, τυρί) είδος μαλακού λευκού (αλμυρού) τυριού που παρασκευάζεται αποκλειστικά από πρόβειο ή αιγοπρόβειο γάλα
-
φέτα στη Βικιπαίδεια

- φέτα στα Κοινά
Μεταφράσεις
λεπτό κομμάτι από κάτι
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.